
Σήμερα ανέβηκα στην ταράτσα γιατί…
Επιτρέψτε μου παραδεχτώ ότι όσες μέρες βρισκόμαστε στην καραντίνα, – προσωπικά έχω κλειστεί στο σπίτι από τις 12 Μαρτίου που στην περίπτωσή μου δεν τις λες και λίγες – , δεν είναι πολλές οι φορές που έχω βγει από το σπίτι. Οι μετακινήσεις μου ήταν μετρημένες, είτε για να πάω στην τράπεζα, είτε για να πάω για τρέξιμο ή έστω ένα περπάτημα, αλλά κι αυτό ελάχιστες φορές. Κάνω μια μίνι αναδρομή στις πρώτες εκείνες ημέρες και το χαμό που έγινε με τα μπαλκόνια. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιταλίας, χιλιάδες κάτοικοι βγήκαν στα μπαλκόνια για διάφορους λόγους, είτε για να χαρίσουν το πιο θερμό τους χειροκρότημα στους πραγματικούς ήρωες στη μάχη με τον αόρατο εχθρό, το γνωστό πλέον σε όλους μας «φίλο» κορονοϊό, είτε για να τραγουδήσουν δυνατά τραγούδια και συνθήματα, είτε για να πιουν τον καφέ τους, να συνομιλήσουν με το γείτονα ή απλώς να διαβάσουν ένα βιβλίο απολαμβάνοντας τον ηλιόλουστο καιρό. Πολλοί λοιπόν όπως και εμείς εδώ τιμήσαμε τα μπαλκόνια με το καλύτερο τρόπο που μπορούσαμε… γράφοντας για αυτά. Η Κωνσταντίνα Ροϊδοπούλου, πολύ καλή φίλη και συνεργάτης έγραψε τότε μια ωδή για τα μπαλκόνια, τα οποία έγιναν η φωνή που ψάχναμε στις δύσκολες ώρες που βιώνει όλος ο πλανήτης. Και κάπου εδώ θα αναρωτηθείτε προς τι όλη αυτή η μανία με τα μπαλκόνια, αφού τα έχουμε τιμήσει ξανά και ξανά. Όχι λοιπόν αυτό το κείμενο δεν είναι αφιερωμένο στα μπαλκόνια, αλλά σε μια άλλη διαφυγή που βρίσκεται λίγα σκαλοπάτια μακριά από την πόρτα του σπιτιού μας. Την ταράτσα!
Τις τελευταίες εβδομάδες έχω χτίσει μια ιδιαίτερη σχέση με την ταράτσα.
Την πρώτη φορά λοιπόν ανέβηκα για να πάρω λίγη από τη βιταμίνη D, που ειδικοί «φωνάζουν» πόσο σημαντική είναι για τον οργανισμό μας και τονίζουν κάθε φορά πόσο παράδοξο είναι το γεγονός ότι αν και ζούμε σε μια από τις πιο ηλιόλουστες χώρες του πλανήτη, οι Έλληνες έχει παρατηρηθεί ότι έχουμε υψηλή έλλειψη αυτής της βιταμίνης. Τράβηξα που λέτε τα μανίκια μου ψηλά στους αγκώνες, έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά και σφιχτά με το λαστιχάκι ώστε να είμαι σίγουρη ότι ο ήλιος θα βλέπει κάθε εκατοστό του αυχένα μου και έκατσα να λιαστώ με τα χέρια και το βλέμμα μου στραμμένα στον ήλιο και τα μάτια κλειστά. Ο καφές φίλτρου που έπινα άχνιζε ακόμη όπως είχα ακουμπήσει την κούπα από τη Σίφνο στο τοιχάκι. Παράλληλα, εκμεταλλεύτηκα τα τζάμπα mb στο κινητό μου για να βάλω μουσική στο Youtube. Πότε έπαιζαν Χατζηγραφκέτα, πότε Θανασάρας, πότε Σωκράτης, πότε Δεληβοριάς και πότε Ταφ Λάθος. Μετά από καμιά ώρα κατέβηκα στο σπίτι, δεν ήταν και μεγάλη απόσταση από την ταράτσα μέχρι τον πέμπτο όροφο, λίγα σκαλοπάτια δρόμος.
Την επόμενη φορά ανέβηκα γιατί ήθελα να δω το ηλιοβασίλεμα. Κοιτούσα σαν μανιακή από το παράθυρο να σιγουρευτώ μην τυχόν και χάσω τον καθημερινό δώρο του απογεύματος. Μόλις πήρα είδηση ότι αρχίζει να πέφτει ο ήλιος, έβαλα το κινητό στην τσέπη μαζί με ένα πακέτο αντισηπτικά μαντηλάκια, φόρεσα άρον άρον τα αθλητικά μου, άρπαξα τα κλειδιά και ποδοτσακίστηκα στις σκάλες για να προλάβω. Ήθελα βλέπετε να τραβήξω και μια ωραία φωτογραφία για το Instagram, μιας και κρατούσα και ακόμη κρατάω ένα άτυπο φωτογραφικό ημερολόγιο καραντίνας. Έτσι κι έγινε. Τράβηξα μια τρομερή φωτογραφία χωρίς κανένα φίλτρο. Έκατσα και χάζεψα τα χρώματα, περπάτησα λίγες φορές δεξιά κι αριστερά και μόλις έπεσε ο ήλιος κι άρχιζα να νιώθω τη ψύχρα, κατέβηκα πάλι τα σκαλιά και μπήκα σπίτι.
Μια Κυριακή ανέβηκα για να ξεμουδιάσω, είχα μόλις τελειώσει τη δουλειά και ένιωθα απίστευτη κούραση. Η μέση μου είχε διαλυθεί από την καρέκλα του γραφείου, τα μάτια έκαιγαν από τις πολλές ώρες στον υπολογιστή και τα γόνατά μου πονούσαν πολύ. Με το που τέλειωσα τη βάρδια, έτρεξα στην ταράτσα. Περπάτησα λίγο από τη μια πλευρά στην άλλη. Μερικές ταράτσες πιο πέρα είδα μια κυρία να πηγαίνει γύρω γύρω σε όλη τη ταράτσα μια με γοργό βάδιν και μια τρέχοντας. Κοίταξα από την άλλη και είδα δύο παιδιά να τα προπονεί ο πατέρας τους και να τους δείχνει μια σειρά από ασκήσεις. Ήταν μάλιστα πολλοί οργανωμένοι, είχαν βαράκια, bosu, αλλά αυτό που ζήλεψα πιο πολύ ήταν η μπασκέτα που είχαν κολλημένη στον τοίχο. Πόσο θα ήθελα να ρίξω μερικά σουτάκια κι εγώ σκέφτηκα. Σε μια άλλη ταράτσα ένας νεαρός είχε ανέβει με το σκύλο του και έκανε τις τελευταίες τζούρες από το τσιγάρο του.
Παρατήρησα μετά όλες τις γύρω ταράτσες ψάχνοντας να βρω τι άλλο μπορεί να κάνουν οι άνθρωποι σε μια ταράτσα εν καιρώ καραντίνας. Συνειδητοποίησα πόσο κρίμα που δεν ήταν όλες μα όλες οι ταράτσες γεμάτες. Δε λέω να «βουλιάξουν» από ενοίκους και να καταλήξουμε να κράζουμε τις πολυκατοικίες και τις ταράτσες, όπως τα πάρκα στο Φλοίσβο ή την παραλία της Θεσσαλονίκης που έσφιζαν από ζωή τις ηλιόλουστες μέρες, μιας και ο Ελληνάρας δε χαμπαριάζει από απαγορευτικά μέτρα και αποστάσεις ασφαλείας. Σκεφτείτε όμως, πόσο πανέμορφη εικόνα θα ήταν κάθε ταράτσα να είχε κάθε ώρα της ημέρας έστω και έναν άνθρωπο και ο καθένας να κάνει κάτι που τον γεμίζει, τον χαλαρώνει, του πλημμυρίζει ανεμελιά τη ψυχή.
Σήμερα ανέβηκα στην ταράτσα. Όχι για να πάρω βιταμίνη D, ούτε για να ξεπιαστώ και να κόψω μερικές βόλτες, ούτε για το παίξω Instagrammer, αλλά για να βρω λίγη ελευθερία και να βρω την ανεμελιά που τόσο έχω ανάγκη αυτές τις ημέρες. Κοίταξα στον ουρανό και πετούσαν γλάροι. Θυμήθηκα εκείνο το τραγούδι των Locomondo που λέει «κάποια πουλιά τραγουδούν για λευτεριά, κάποια φεύγουν και πετούν ψηλά». Εκείνη ήταν η στιγμή που ένιωσα τη σκέψη μου να αδειάζει. Ήμουν ήρεμη και ελεύθερη.
Αν με ρωτάτε λοιπόν τι σημαίνει για εμένα αυτή η ταράτσα, θα σας απαντήσω πως είναι η δική μου «Μετακίνηση», όχι εκείνη με τον αριθμό 1-2-3-4-5-6 μπροστά, αλλά εκείνη που βοηθάει το νου μου να δραπετεύσει. Γιατί όπως είπε και μια ψυχή… «όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει».
Μέχρι να ελευθερωθούμε κυριολεκτικά, τα λέμε στις ταράτσες, εκεί που όλοι είμαστε ελεύθεροι!
[wp-svg-icons icon=”instagram” wrap=”i”] Ακολουθήστε το Cosmogony στο Instagram
Πηγή Εικόνων: Προσωπικό Αρχείο Μαρίας Κοσμίδου
Post a Comment
You must be logged in to post a comment.